Definify.com
Definition 2025
προτίμηση
προτίμηση
Greek
Noun
προτίμηση • (protímisi) f (plural προτιμήσεις)
Declension
declension of προτίμηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | προτίμηση | προτιμήσεις |
| genitive | προτίμησης / προτιμήσεως | προτιμήσεων |
| accusative | προτίμηση | προτιμήσεις |
| vocative | προτίμηση | προτιμήσεις |
Related terms
- προτιμώ (protimó, “to prefer”)