Definify.com

Definition 2024


προειδοποιούμαι

προειδοποιούμαι

Greek

Verb

προειδοποιούμαι (proeidopoioúmai) (simple past προειδοποιήθηκα, active form προειδοποιώ, passive)

  1. be forewarned

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.