Definify.com

Definition 2024


προαύλιο

προαύλιο

Greek

Noun

προαύλιο (proávlio) n (plural προαύλια)

  1. yard (enclosed area by a public building)
    Tο προαύλιο της φυλακήςTo proávlio tis fylakís ― the prison courtyard
    Tο προαύλιο του σχολείουTo proávlio tou scholeíou ― the school playground

Declension

See also