Definify.com
Definition 2025
πραγματικότητα
πραγματικότητα
Greek
Noun
πραγματικότητα • (pragmatikótita) f (plural πραγματικότητες)
Declension
declension of πραγματικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πραγματικότητα | πραγματικότητες |
| genitive | πραγματικότητας | πραγματικοτήτων |
| accusative | πραγματικότητα | πραγματικότητες |
| vocative | πραγματικότητα | πραγματικότητες |
Related terms
- εικονική πραγματικότητα f (eikonikí pragmatikótita, “virtual reality”)
- and see: πράγμα n (prágma, “thing, entity”)