Definify.com
Definition 2025
πλαστογράφηση
πλαστογράφηση
Greek
Noun
πλαστογράφηση • (plastográfisi) f
- forgery, counterfeiting (the act or crime)
Declension
declension of πλαστογράφηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πλαστογράφηση | πλαστογραφήσεις |
| genitive | πλαστογράφησης / πλαστογραφήσεως | πλαστογραφήσεων |
| accusative | πλαστογράφηση | πλαστογραφήσεις |
| vocative | πλαστογράφηση | πλαστογραφήσεις |