Definify.com

Definition 2024


πισωκολλητό

πισωκολλητό

Greek

Πισωκολλητό

Noun

πισωκολλητό (pisokollitó) n (plural πισωκολλητά)

  1. (colloquial, vulgar) doggy style
    Της γυναίκας μου της αρέσει το πισωκολλητό.
    My wife likes doing it doggy style.

Declension