Definify.com

Definition 2024


περίοδος

περίοδος

Greek

Noun

περίοδος (períodos) f (plural περίοδοι)

  1. period, epoch
    καλοκαιρινή περίοδος    πρώιμη περίοδος
    summer period    early period
  2. (chemistry) period in the periodic table
  3. (medicine) period, menstruation

Declension

Synonyms