Definify.com
Definition 2025
παρενόχληση
παρενόχληση
Greek
Noun
παρενόχληση • (parenóchlisi) f (plural παρενοχλήσεις)
Declension
declension of παρενόχληση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | παρενόχληση | παρενοχλήσεις |
| genitive | παρενόχλησης / παρενοχλήσεως | παρενοχλήσεων |
| accusative | παρενόχληση | παρενοχλήσεις |
| vocative | παρενόχληση | παρενοχλήσεις |