Definify.com
Definition 2025
ουσιαστικοποιήθηκα
ουσιαστικοποιήθηκα
Greek
Verb
ουσιαστικοποιήθηκα • (ousiastikopoiíthika)
- first-person singular simple past of ουσιαστικοποιούμαι (ousiastikopoioúmai)
ουσιαστικοποιήθηκα • (ousiastikopoiíthika)