Definify.com

Definition 2024


ουρανοξύστη

ουρανοξύστη

Greek

Noun

ουρανοξύστη (ouranoxýsti) m

  1. genitive singular of ουρανοξύστης (ouranoxýstis)
  2. accusative singular of ουρανοξύστης (ouranoxýstis)
  3. vocative singular of ουρανοξύστης (ouranoxýstis)