Definify.com

Definition 2024


ουράνιο_τόξο

ουράνιο τόξο

Greek

Noun

ουράνιο τόξο (ouránio tóxo) n (plural ουράνια τόξα)

  1. rainbow

Declension

see: ουράνιος (ouránios) and τόξο (tóxo)

External links