Definify.com

Definition 2024


οριζόντιο_δοκάρι

οριζόντιο δοκάρι

Greek

Noun

οριζόντιο δοκάρι (orizóntio dokári) n (plural οριζόντια δοκάρια)

  1. (sports) crossbar (of goalposts)

Declension

see: οριζόντιος (orizóntios) and δοκάρι (dokári)