Definify.com

Definition 2024


οξυγονοκολλητής

οξυγονοκολλητής

Greek

Noun

οξυγονοκολλητής (oxygonokollitís) m (plural οξυγονοκολλητές, feminine οξυγονοκολλήτρια)

  1. (engineering) welder, especially oxyacetylene welder

Declension

Related terms