Definify.com
Definition 2024
ολιγαρχικοί
ολιγαρχικοί
Greek
Adjective
ολιγαρχικοί • (oligarchikoí)
- Nominative masculine plural form of ολιγαρχικός (oligarchikós).
- Vocative masculine plural form of ολιγαρχικός (oligarchikós).
ολιγαρχικοί • (oligarchikoí)