Definify.com

Definition 2024


ολιγαρχικά

ολιγαρχικά

Greek

Adjective

ολιγαρχικά (oligarchiká)

  1. Nominative neuter plural form of ολιγαρχικός (oligarchikós).
  2. Accusative neuter plural form of ολιγαρχικός (oligarchikós).
  3. Vocative neuter plural form of ολιγαρχικός (oligarchikós).