Definify.com
Definition 2024
μονομέρεια
μονομέρεια
Greek
Noun
μονομέρεια • (monoméreia) f (plural μονομέρειες)
Declension
declension of μονομέρεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονομέρεια | μονομέρειες |
genitive | μονομέρειας | μονομερειών |
accusative | μονομέρεια | μονομέρειες |
vocative | μονομέρεια | μονομέρειες |
Related terms
- μονομερής (monomerís, “unilateral”)
- πολυμέρεια f (polyméreia, “multilateralism”)