Definify.com

Definition 2024


μοναδικά

μοναδικά

Greek

Adjective

μοναδικά (monadiká)

  1. Nominative neuter plural form of μοναδικός (monadikós).
  2. Accusative neuter plural form of μοναδικός (monadikós).
  3. Vocative neuter plural form of μοναδικός (monadikós).