Definify.com

Definition 2024


μελίγκρα

μελίγκρα

Greek

Noun

μελίγκρα (melínkra) f (plural μελίγκρες)

  1. aphid, greenfly

Synonyms

  • αφίδα (afída)
  • φυτόψειρα (fytópseira)

Declension