Definify.com

Definition 2024


μέμφομαι

μέμφομαι

Ancient Greek

Verb

μέμφομαι (mémphomai)

  1. (with dative or accusative of person) I accuse, I blame

Inflection

Derived terms

  • ἀντιμέμφομαι (antimémphomai)
  • ἀπομέμφομαι (apomémphomai)
  • διαμέμφομαι (diamémphomai)
  • ἐπιμέμφομαι (epimémphomai)
  • καταμέμφομαι (katamémphomai)
  • προσμέμφομαι (prosmémphomai)
  • ὑπομέμφομαι (hupomémphomai)

Related terms

  • ἄμεμπτος (ámemptos)
  • ἀμεμφής (amemphḗs)
  • μεμπτέος (memptéos)
  • μεμπτός (memptós)
  • μέμφειρα (mémpheira)
  • μεμφητός (memphētós)
  • μεμφωλή (memphōlḗ)
  • μέμψις (mémpsis)
  • μομφή (momphḗ)

References