Definify.com

Definition 2024


κορβανάς

κορβανάς

Greek

Noun

κορβανάς (korvanás) m (plural κορβανάδες)

  1. fund, coffers
    Ο κρατικός κορβανάς είναι άδειος και τρύπιος.
    The national coffers are empty and leaky.
  2. safe, strongbox, coffer
  3. (gambling) kitty, pot

Declension

Synonyms