Definify.com

Definition 2024


καλώδιο

καλώδιο

Greek

Noun

καλώδιο (kalódio) n (plural καλώδια)

  1. (electricity) cable, flex, cord
  2. (engineering) cable (used in construction of bridges, etc)

Declension

Related terms

  • κάλως m (kálos, cable, rope)
  • καλωδιακός (kalodiakós, cable, adj)
  • καλωδιώνω (kalodióno, to cable)
  • καλωδιωμένος (kalodioménos, cabled, adj)
  • μπουζοκαλώδιο n (bouzokalódio, spark plug lead)
  • ομοαξονικό καλώδιο n (omoaxonikó kalódio, coaxial cable)