Definify.com

Definition 2024


κέρατο

κέρατο

Greek

Noun

κέρατο (kérato) n

  1. horn
  2. (colloquial) adultery
  3. (colloquial) protuberance

Declension

Related terms

  • κερατάκι (keratáki)
  • κερατάς (keratás)
  • κερατένιος (keraténios)
  • κερατιάτικος (keratiátikos)
  • κερατιάτικα (keratiátika)
  • κερατίνη (keratíni)
  • κεράτινος (kerátinos)
  • κεράτωμα (kerátoma)
  • κερατώνω (keratóno)
  • το κέρατό μου (to kérató mou)
  • τα κέρατά μου (ta kératá mou, a lot)