Definify.com

Definition 2024


ιριδίζουσα_πέστροφα

ιριδίζουσα πέστροφα

Greek

Noun

ιριδίζουσα πέστροφα (iridízousa péstrofa) f (plural ιριδίζουσες πέστροφες)

  1. rainbow trout

Declension

see: ιριδίζων (iridízon) and πέστροφα (péstrofa)