Definify.com

Definition 2024


ιδιοκτησία

ιδιοκτησία

Greek

Noun

ιδιοκτησία (idioktisía) f (plural ιδιοκτησίες)

  1. ownership
  2. property
    Η ιδιοκτησία είναι κλοπή
    Property is theft

Declension