Definify.com

Definition 2024


εσωτερικό

εσωτερικό

Greek

Noun

εσωτερικό (esoterikó) n (plural εσωτερικά)

  1. interior, inside

Declension

Adjective

εσωτερικό (esoterikó)

  1. Accusative masculine singular form of εσωτερικός (esoterikós).
  2. Nominative neuter singular form of εσωτερικός (esoterikós).
  3. Accusative neuter singular form of εσωτερικός (esoterikós).
  4. Vocative neuter singular form of εσωτερικός (esoterikós).