Definify.com

Definition 2024


επαφή

επαφή

Greek

Noun

επαφή (epafí) f (plural επαφές)

  1. touch, contact
    πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
    both parts must maintain contact until the glue has set
  2. electrical contact

Declension

Related terms