Definify.com

Definition 2024


επαναλαμβάνομαι

επαναλαμβάνομαι

Greek

Verb

επαναλαμβάνομαι (epanalamvánomai) (simple past επαναλήφθηκα, active form επαναλαμβάνω, passive)

  1. passive of επαναλαμβάνω (epanalamváno)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.