Definify.com

Definition 2024


εξόριστους

εξόριστους

Greek

Adjective

εξόριστους (exóristous)

  1. Accusative masculine plural form of εξόριστος (exóristos).

Noun

εξόριστους (exóristous) m

  1. Accusative singular form of εξόριστος (exóristos).