Definify.com

Definition 2024


ενοικιάστρια

ενοικιάστρια

Greek

Noun

ενοικιάστρια (enoikiástria) f (masculine ενοικιαστής, feminine ενοικιάστριες)

  1. hirer
  2. tenant
  3. leasee

Declension

Related terms