Definify.com

Definition 2024


εμποροπλοίαρχος

εμποροπλοίαρχος

Greek

Noun

εμποροπλοίαρχος (emporoploíarchos) m (plural εμποροπλοίαρχοι)

  1. ship's captain
  2. (obsolete) merchant trader

Declension

Related terms

  • (ship's captain): πλοίαρχος m (ploíarchos)