Definify.com

Definition 2024


εμπορευματοποιήσεων

εμπορευματοποιήσεων

Greek

Noun

εμπορευματοποιήσεων (emporevmatopoiíseon) f

  1. Genitive plural form of εμπορευματοποίηση (emporevmatopoíisi).