Definify.com

Definition 2024


εμπορευματοκιβωτίου

εμπορευματοκιβωτίου

Greek

Noun

εμπορευματοκιβωτίου (emporevmatokivotíou) n

  1. Genitive singular form of εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio).