Definify.com

Definition 2024


εμπειρία

εμπειρία

See also: ἐμπειρία

Greek

Noun

εμπειρία (empeiría) f (plural εμπειρίες)

  1. experience (knowledge or skill gained by practice)
    από την προσωπική του εμπειρία
    from personal experience

Declension

See also

  • πείρα f (peíra, experience in job etc)