Definify.com

Definition 2024


εκπυρσοκρότηση

εκπυρσοκρότηση

Greek

Noun

εκπυρσοκρότηση (ekpyrsokrótisi) f (plural εκπυρσοκροτήσεις)

  1. firing, detonation
  2. discharge, report

Declension