Definify.com

Definition 2024


εκδηλωτική

εκδηλωτική

Greek

Adjective

εκδηλωτική (ekdilotikí)

  1. Nominative feminine singular form of εκδηλωτικός (ekdilotikós).
  2. Accusative feminine singular form of εκδηλωτικός (ekdilotikós).
  3. Vocative feminine singular form of εκδηλωτικός (ekdilotikós).