Definify.com

Definition 2024


εκατοστόγραμμο

εκατοστόγραμμο

Greek

Noun

εκατοστόγραμμο (ekatostógrammo) n (plural εκατοστόγραμμα)

  1. centigram, 1/100 gram

Declension

Related terms

  • see: εκατό n (ekató, hundred, 100)