Definify.com

Definition 2024


εθνικιστικά

εθνικιστικά

Greek

Adjective

εθνικιστικά (ethnikistiká)

  1. Nominative neuter plural form of εθνικιστικός (ethnikistikós).
  2. Accusative neuter plural form of εθνικιστικός (ethnikistikós).
  3. Vocative neuter plural form of εθνικιστικός (ethnikistikós).