Definify.com

Definition 2024


δυαδικά

δυαδικά

Greek

Adjective

δυαδικά (dyadiká)

  1. Nominative neuter plural form of δυαδικός (dyadikós).
  2. Accusative neuter plural form of δυαδικός (dyadikós).
  3. Vocative neuter plural form of δυαδικός (dyadikós).