Definify.com

Definition 2024


δικαίωμα

δικαίωμα

Greek

Noun

δικαίωμα (dikaíoma) n (plural δικαιώματα)

  1. (law) right, entitlement
    ανθρώπινα δικαιώματαanthrópina dikaiómata ― human rights
  2. right, warrant, authority, power
    Δεν είχες το δικαίωμα να πυροβολήσεις.Den eíches to dikaíoma na pyrovolíseis. ― You didn't have permission to shoot.

Declension

Coordinate terms

  • see: δίκη f (díki, trial)

Related terms