Definify.com
Definition 2025
διαχειριστής
διαχειριστής
Greek
Noun
διαχειριστής • (diacheiristís) m (plural διαχειριστές, feminine διαχειρίστρια)
Declension
declension of διαχειριστής
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | διαχειριστής | διαχειριστές |
| genitive | διαχειριστή | διαχειριστών |
| accusative | διαχειριστή | διαχειριστές |
| vocative | διαχειριστή | διαχειριστές |