Definify.com

Definition 2024


διαπαιδαγώγηση

διαπαιδαγώγηση

Greek

Noun

διαπαιδαγώγηση (diapaidagógisi) f (plural διαπαιδαγωγήσεις)

  1. education
  2. edification

Declension

Synonyms

see: εκπαίδευση f (ekpaídefsi, education, schooling)