Definify.com
Definition 2025
διαμεσολαβήτρια
διαμεσολαβήτρια
Greek
Noun
διαμεσολαβήτρια • (diamesolavítria) f (plural διαμεσολαβήτριες, masculine διαμεσολαβητής)
Declension
declension of διαμεσολαβήτρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | διαμεσολαβήτρια | διαμεσολαβήτριες |
| genitive | διαμεσολαβήτριας | διαμεσολαβητριών |
| accusative | διαμεσολαβήτρια | διαμεσολαβήτριες |
| vocative | διαμεσολαβήτρια | διαμεσολαβήτριες |