Definify.com

Definition 2024


διαμεσολαβήτρια

διαμεσολαβήτρια

Greek

Noun

διαμεσολαβήτρια (diamesolavítria) f (plural διαμεσολαβήτριες, masculine διαμεσολαβητής)

  1. mediator, conciliator

Declension