Definify.com

Definition 2024


διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος

Greek

Noun

διαγωνιζόμενος (diagonizómenos) m (plural διαγωνιζόμενοι, feminine διαγωνιζόμενη)

  1. contestant
  2. candidate (for examination)

Declension

Related terms