Definify.com

Definition 2024


δημοσιεύομαι

δημοσιεύομαι

Greek

Verb

δημοσιεύομαι (dimosiévomai) (simple past δημοσιεύτηκα or δημοσιεύθηκα, active form δημοσιεύω, passive)

  1. passive of δημοσιεύω (dimosiévo)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.