Definify.com
Definition 2025
γυναικολόγος
γυναικολόγος
Greek
Noun
γυναικολόγος • (gynaikológos) m, f (plural γυναικολόγοι)
Declension
declension of γυναικολόγος
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | γυναικολόγος | γυναικολόγοι |
| genitive | γυναικολόγου | γυναικολόγων |
| accusative | γυναικολόγο | γυναικολόγους |
| vocative | γυναικολόγε | γυναικολόγοι |