Definify.com

Definition 2024


γαϊδουράγκαθα

γαϊδουράγκαθα

Greek

Noun

γαϊδουράγκαθα (gaïdouránkatha) n

  1. Nominative plural form of γαϊδουράγκαθο (gaïdouránkatho).
  2. Accusative plural form of γαϊδουράγκαθο (gaïdouránkatho).
  3. Vocative plural form of γαϊδουράγκαθο (gaïdouránkatho).