Definify.com

Definition 2024


βιβλιοδετείο

βιβλιοδετείο

Greek

Noun

βιβλιοδετείο (vivliodeteío) n (plural βιβλιοδετεία)

  1. bookbindery, bindery

Declension

Related terms

see: βιβλιοδεσία f (vivliodesía, bookbinding)