Definify.com

Definition 2024


βάση_δεδομένων

βάση δεδομένων

Greek

Noun

βάση δεδομένο (vási dedoméno) f (plural βάσεις δεδομένων)

  1. database

Declension

see: βάση (vási) and δεδομένο (dedoméno)