Definify.com

Definition 2024


αρσιβαρίστρια

αρσιβαρίστρια

Greek

Noun

αρσιβαρίστρια (arsivarístria) f (plural αρσιβαρίστριες, masculine αρσιβαρίστας)

  1. weightlifter

Declension

Related terms