Definify.com
Definition 2025
αρραβωνιαστικιά
αρραβωνιαστικιά
Greek
Noun
αρραβωνιαστικιά • (arravoniastikiá) f (plural αρραβωνιαστικιές, masculine αρραβωνιαστικός)
Declension
declension of αρραβωνιαστικιά
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αρραβωνιαστικιά | αρραβωνιαστικιές |
| genitive | αρραβωνιαστικιάς | αρραβωνιαστικιών |
| accusative | αρραβωνιαστικιά | αρραβωνιαστικιές |
| vocative | αρραβωνιαστικιά | αρραβωνιαστικιές |